Μονόλογος ενός δρόμου σε αστικό περιβάλλον

© Μελίνα Σκούμπρου, Β2

 

Μονόλογος ενός δρόμου σε αστικό περιβάλλον

 

Δεν έχουν σταματήσει όλη τη μέρα τροχοί να σέρνονται πάνω μου, δεν υπήρξε ούτε μία στιγμή που όλο αυτό το βάρος έφευγε. Ούτε ένα λεπτό ησυχίας και γαλήνης! Μόνο μια απελπιστική ζωή, όπου είμαι αναγκασμένος να υπομένω όλους τους βιαστικούς κατοίκους που, ανεβάζοντας την ταχύτητα όσο περισσότερο μπορούν, δίνουν εντολή σε όλα τα μαύρα, βρόμικα και μονότονα αυτά λάστιχα να με ταλαιπωρούν.

Το μόνο που μπορώ να αντικρίσω είναι τα οχήματα, μεγάλα και μικρά, που μου κόβουν τη θέα προς τον ουρανό. Συχνά αναστενάζω σκεπτόμενος πόσο όμορφα ήταν όλα, όταν μπορούσα να νιώσω τον ήλιο να καίει το πρόσωπό μου, να βυθίσω το βλέμμα μου μέσα στο πανέμορφο γαλανό χρώμα, ενώ εκείνο αρχίζει να με υπνωτίζει, να με καταπίνει, να με τυφλώνει.  Αναπολώ όλες αυτές τις μέρες που παρακολουθούσα τα σύννεφα κατά την κίνησή τους, σαν ουρά που επιτέλους αρχίζει να προχωράει. Ίσως να την παίρνει ο άνεμος, ίσως να την σπρώχνουν όλα αυτά τα τεράστια πτηνά, που πολλές φορές έχουν αναμμένες τις μηχανές και με ελιγμούς κινούνται προς το άγνωστο.

Πλέον, μέρα νύχτα, κάθομαι κάτω από όλες αυτές τις θορυβώδεις μηχανές, τις εξατμίσεις με όλα τα αέρια, που εύχομαι να μετατρέπονταν σε αθώα, λευκά σύννεφα και να εισέρχονταν στα ρουθούνια μου, όπως η γλυκιά μυρωδιά από ένα τριαντάφυλλο, ένα μανταρίνι, λίγο βασιλικό! Εύχομαι ό,τι ποτέ δεν πρόκειται να πραγματοποιηθεί!

Όλοι αυτοί οι άνθρωποι που μετατρέπονται στους σκληρούς και άκαρδους αρχηγούς, δεν νοιάζονται για εμένα. Καρφάκι δεν τους καίγεται για τα δικά μου συναισθήματα, για τον κόσμο στον οποίο οι απόγονοί μας θα δημιουργήσουν μια δική τους ζωή. Απλώς, αφαιρούν όλον τον σκοπό από τη ζωή μου, όλους τους στόχους και τα όνειρα που θα μπορούσα να έχω. Ζω μια ζωή χωρίς νόημα, μέσα σε έναν άδικο κόσμο.

Η βρομιά και η μπόχα δεν περιγράφεται. Τη μέση μου βαραίνουν συνεχώς πλαστικά μπουκάλια, σιδερένια τενεκεδάκια, χαρτιά κάθε είδους και μεγέθους. Παρακολουθώ παιδιά, αλλά και ενήλικες, που μολύνουν το ωραίο μου λευκό φόρεμα με ό,τι μπορεί να λάβει ο ανθρώπινος νους.  Τσαλακωμένα χαρτιά στα χέρια μου, χρησιμοποιημένα καλαμάκια, λευκές σακούλες από τις οποίες ξεχειλίζουν μισοφαγωμένες τηγανητές πατάτες, σάντουιτς και μπισκότα. Πλαστικές σακούλες όλων των χρωμάτων μπαίνουν στις εξατμίσεις ή πετούν έως να φτάσουν στη θάλασσα. Θα προτιμούσα να μην γνωρίζω τι συμβαίνει σε αυτές έπειτα. Όλα τα σκουπίδια πάνω μου, στα πεζοδρόμια, στα δάση και στις παραλίες. Το μόνο που δεν αφήνουν οι άνθρωποι είναι νομίσματα. Ίσως γι’ αυτό το χρώμα μου είναι γκρι.

Το βλέμμα μου σπάνια πέφτει σε σόλες παπουτσιών, και αυτό γιατί ελάχιστοι είναι αυτοί που περπατάνε. Όλοι φαίνονται τόσο βιαστικοί και λόγω της αλαζονείας τους δεν αναλογίζονται τις επιπτώσεις. Το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι να πραγματοποιήσουν τον στόχο τους, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο. Όταν επιτέλους αντικρίζω πρόσωπα να με κοιτάνε κατάματα, έτοιμα να με ταλαιπωρήσουν, παιδιά και εφήβους που με καρφώνουν με το κενό τους βλέμμα, κρατάω την αναπνοή μου και αρχίζω να παρακαλώ. Παρακολουθώ τα τερατώδη αυτά πλάσματα να ανεβαίνουν αργά στο πεζοδρόμιο και να ανοίγουν πόρτες πολυκατοικιών, χωρίς ίχνος συναισθήματος για την τροφή που με ταΐζουν. Την ίδια ακριβώς τροφή με αυτή που  πασχίζουν να βρουν οι γάτες στους κάδους. Μόνο που την αναζητούν σε λάθος σημείο.

Η πίεση σε όλο μου το σώμα, καθώς οχήματα το ένα μετά το άλλο με πατάνε, η υπερβολική βαβούρα σε όλους τους δρόμους και η αποπνιχτική ατμόσφαιρα προκαλούν μιζέρια. Γιατί λοιπόν οι άνθρωποι επέλεξαν αυτό το μονοπάτι;

 

 

Μία απάντηση στο Μονόλογος ενός δρόμου σε αστικό περιβάλλον

  1. Μιχάλης παπαχριστοδούλου λέει:

    Εξαιρετικό !!!
    Μπράβο Μελίνα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *