Ο Σιδηρόδρομος

© Κουφού Παντελία, Β2

 

Ο Σιδηρόδρομος

 

Ο σιδηρόδρομος στη βιτρίνα ήταν ακόμα εκεί μετά τις γιορτές. Όμως, όλα τα χριστουγεννιάτικα λαμπιόνια που αναβόσβηναν, οι γιρλάντες που κρέμονταν από το ταβάνι, το μεγάλο χριστουγεννιάτικο δέντρο με τα καταπράσινα κλαδιά και τα κόκκινα στολίδια και όλα τα χριστουγεννιάτικα γλυκά έλειπαν. Μόνο κάτι μικρά μπλε και πράσινα τρενάκια και κάποιες πορσελάνινες κουκλίτσες είχαν μείνει διάσπαρτα γύρω από τον σιδηρόδρομο.

Ήταν πλέον Φλεβάρης. Τα κρύα δεν είχαν σταματήσει, αλλά ο Πέτρος, η Αγγελικούλα και η μητέρα τους περπατούσαν ακόμα μετά το σχολείο, μέχρι την οδό Αιόλου. Η μητέρα προσπαθούσε να μαζέψει λεφτά και τα παιδιά έκαναν βόλτες και θαύμαζαν καθημερινά το σιδηρόδρομο από τη βιτρίνα. Ο Πέτρος ευχόταν διακαώς να μην πάρει κανείς το σιδηρόδρομο αυτό. Να είναι εκεί μέχρι τα επόμενα Χριστούγεννα, που όπως έλεγε και η μητέρα τους, θα είχε γυρίσει από την εξορία ο μπαμπάς τους και εκείνος θα τον αγόραζε.

Κι έτσι κυλούσε ο καιρός. ‘Εφτασε σχεδόν καλοκαίρι. Η μητέρα των παιδιών βρήκε επιτέλους μετά από πολλούς μήνες προσπάθειας μια δουλειά σε μια μικρή καφετέρια στη γειτονιά τους. Τα παιδιά πετούσαν από τη χαρά τους.

Μπράβο μαμά, φώναξε η Αγγελικούλα, μόλις τους το ανακοίνωσε.

Μπράβο, επιτέλους βρήκες μια δουλειά!, είπε ο Πέτρος με μια ανακούφιση στο βλέμμα του. Θα μας πηγαίνεις όμως καμιά βόλτα στην οδό Αιόλου να βλέπουμε τον «σιδερόδρομο» που θα μας πάρει ο μπαμπάς για τα Χριστούγεννα;

Ναι, ναι αγόρι μου, ό,τι θες, απάντησε η μητέρα στον Πέτρο για να αλλάξουν συζήτηση. Να μην χρειαστεί να του εξηγήσει, να τον στεναχωρήσει.

Οι μήνες περνούσαν γρήγορα, όλοι ήταν ευτυχισμένοι, τα οικονομικά τους ήταν πολύ καλύτερα και έτσι η μαμά τούς έπαιρνε πιο πολλά παιχνίδια, ρούχα και λιχουδιές. Χωρίς να το καταλάβουν είχε ήδη φτάσει ο Δεκέμβρης, λίγες μέρες πριν τα Χριστούγεννα και ο μπαμπάς των παιδιών ακόμα ήταν άφαντος.

Μαμά, μαμά, πότε θα μας πας να δούμε τη βιτρίνα, μπορεί κάποιος να έχει πάρει το σιδερόδρομο, ρωτούσε κάθε μέρα ο μικρός Πέτρος τη μαμά του.

Η μαμά δεν απαντούσε ή έδινε μια ασήμαντη δικαιολογία για να το αποφύγει. Όσο περνούσαν οι μέρες τόσο πιο πολλές ερωτήσεις έκαναν τα παιδιά.

Ο μπαμπάς πότε θα έρθει;

Θα μας πάρει τον  «σιδερόδρομο»;

Θα πάμε στη βιτρίνα;

Γιατί δεν έχει έρθει ακόμα;

Η μαμά ποτέ δεν απαντούσε.

Έφτασε η μέρα των Χριστουγέννων. Τα παιδιά ξύπνησαν ανυπομονώντας και με την ελπίδα να δουν τον πατέρα τους. Σηκώθηκαν από τα κρεβάτια τους με ένα μεγάλο χαμόγελο και το πρώτο πράγμα που είδαν ήταν τη μαμά τους να ετοιμάζει στη μικρή κουζίνα του σπιτιού πρωινό. Αμέσως μετά, κοίταξαν κάτω από το μικρούλι δεντράκι τους και είδαν επιτέλους τον σιδηρόδρομο στο δικό τους σπίτι. Το πολυπόθητο δώρο.

Ευχαριστούμε μαμά, φώναζαν γελώντας, η χαρά τους δεν περιγραφόταν. Κοίταξαν λίγο ακόμα γύρω γύρω αλλά ο μπαμπάς τους δεν ήταν εκεί, για μια ακόμα χρονιά έλειπε.

Τουλάχιστον μια από τις δύο ευχές πραγματοποιήθηκε…

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *